ἐπειδή

ἐπειδή
ἐπειδή conj. (Hom.+)
marker of time at which, when, after (Pherecyd. 14; Demosth. 18, 42; 213; Arrian, Anab. 5, 20, 1; Jos., Bell. 1, 231, Ant. 2, 334 al.; Just., A II, 2, 5f, D. 17, 1 al.; Ath. 6, 2) Lk 7:1 (v.l. ἐπεὶ δέ).
marker of cause or reason, (just) because (Diod S 19, 100, 7; cp. Just., D. 125, 2 ἐπειδή γε) Lk 11:6; Ac 13:8 D, 46; 14:12; 15:24; 1 Cor 1:22; 14:16; Phil 2:26; GPt 6:23; ApcPt 4:11; D 3:4; 5:6; 1 Cl 57:4 (Pr 1:24); 62:3; 2 Cl 12:1; B 7:5, 9; 12:5; IPhld 10:1; IPol 7:1; Hs 9, 13, 6; Dg 1:1; MPol 4:1; 12:2. ἐπειδὴ γάρ for since (Hero I p. 32, 20; Philo, Aet. M. 121; Just., D. 36, 6) 1 Cor 1:21; 15:21; Hs 9, 1, 2.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επειδή... γε — ἐπειδή... γε (Α) (σύνδ.) αφού δα («ἐπειδὴ τὸν ὑπέρ κεφαλᾱς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… …   Dictionary of Greek

  • επειδή — σύνδ. αιτιολ., δεδομένου ότι, αφού, διότι, μια και, λόγω του ότι, με το να, για το λόγο ότι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπειδή — ἐπεί after that indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πειδή — ἐπειδή , ἐπεί after that indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπειδή — ἐπειδή , ἐπεί after that indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”